μακρόρ(ρ)ιν

μακρόρ(ρ)ιν
μακρόρ(ρ)ιν και μακρόρρις και μακρύριν, -ινος, ὁ, ἡ (Μ)
μακρύρρινος, μακρομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + ῥίς, ῥινός, «μύτη» (πρβλ. οξύ-ρριν, παχύ-ρριν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”